- προφυλακίζω
- μετ. подвергать предварительному заключению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προφυλακίζω — προφυλακίζω, προφυλάκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφυλακίζω — Ν 1. φυλακίζω με δικαστική απόφαση έναν κατηγορούμενο ώσπου να διεξαχθεί η δίκη του 2. (ρηματ. επίθ.) προφυλακιστέος, α, ο (στη φρ.) «κρίνεται [ή κρίθηκε] προφυλακιστέος» αποφασίζεται ή αποφασίστηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή ότι ο… … Dictionary of Greek
προφυλακίζω — προφυλάκισα, προφυλακίστηκα, προφυλακισμένος, φυλακίζω κάποιον προληπτικά πριν από τη δίκη: Ο ανακριτής διάταξε να προφυλακιστεί ο κατηγορούμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
προφυλακιστέος — α, ο, Ν βλ. προφυλακίζω … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — η η ενέργεια του προφυλακίζω, προληπτική φυλάκιση πριν από τη δίκη: Διατάχτηκε η προφυλάκισή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)